- καταδυναστεύομαι
- καταδυναστεύωoppresspres ind mp 1st sgκαταδυναστεύωoppresspres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταδυναστεύομαι — καταδυναστεύομαι, καταδυναστεύτηκα και καταδυναστεύθηκα, καταδυναστευμένος βλ. πίν. 20 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καταδυναστεύω — (AM καταδυναστεύω) καταπιέζω κάποιον, ασκώ αυθαίρετη, δεσποτική εξουσία ή επιρροή αρχ. 1. παθ. καταδυναστεύομαι κυβερνώμαι 2. (για στασιαστές) έχω υπό την εξουσία μου … Dictionary of Greek
καταχθώ — καταχθῶ, έω (Α) 1. λυπώ, θλίβω 2. παθ. καταχθοῡμαι, έομαι α) υποτάσσομαι β) καταπιέζομαι, καταδυναστεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀχθῶ «φορτώνω» (< ἄχθος «βάρος, λύπη»)] … Dictionary of Greek